ώριμος

ώριμος
-η, -ο
1. σχετικά με καρπούς, γινωμένος, γουρμασμένος: Τα σύκα είναι ώριμα· (μτφ.) πεπειραμένος: Είναι ώριμος επιστήμονας.
2. σχετικά με ανθρώπους, αυτός που βρίσκεται στην ακμή της ηλικίας του, ο ενήλικος: Είναι πια ώριμος άντρας.
3. φρ., «ώριμη σκέψη», σκέψη που μελετήθηκε πολύ και καλά. Επίρρ. : Πρέπει να το σκεφτούμε ώριμα το θέμα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • ὥριμος — ripe masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ώριμος — η, ο / ὥριμος, ίμη, ον, ΝΜΑ, και διαλ. τ. γούρμος, η, ο, Ν, και τ. θηλ. ὡρίμα και ὥριμος Α (για καρπούς) αυτός που έφτασε σε πλήρη ανάπτυξη και είναι κατάλληλος για συλλογή και κατανάλωση νεοελλ. 1. μτφ. α) (για πρόσ.) i) αυτός που βρίσκεται στην …   Dictionary of Greek

  • ὡριμώτερον — ὥριμος ripe masc acc comp sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp sg ὥριμος ripe adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριμώτατον — ὥριμος ripe masc acc superl sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμως — ὥριμος ripe adverbial ὥριμος ripe masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὥριμον — ὥριμος ripe masc/fem acc sg ὥριμος ripe neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡριμώτερα — ὥριμος ripe neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμοις — ὥριμος ripe masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμου — ὥριμος ripe masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὡρίμους — ὥριμος ripe masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”